φυσιοδιφικός

φυσιοδιφικός
-ή, -ό, Ν [φυσιοδίφης]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φυσιοδίφη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φυσιοδιφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έργο του φυσιοδίφη (βλ. λ.), που είναι του φυσιοδίφη: Φυσιοδιφικές έρευνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”